σιταρόσπορο

σιταρόσπορο
το , σιταρόσπορος ο пшеничное зерно, зёрнышко

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "σιταρόσπορο" в других словарях:

  • σιταρόσπορος — σιταρόσπορος, ο και σιταρόσπορο, το σπόρος σιταριού: Φέτος προμηθεύτηκε σιταρόσπορο από την Αγροτική Τράπεζα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»